- αζινολογώ
- και αζινολοώκαθαρίζω από τις αζίνες τους τοίχους τού σπιτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. -λογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζίνα — η 1. σπινθήρας από ανθρακιά, σπίθα 2. σχίζα πεύκου, δαδί, προσάναμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άζα. ΣΥΝΘ. αζινοβολώ, αζινολογώ] … Dictionary of Greek